ἑδανός — sweet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek
ἐδανά — ἐδανός eatable neut nom/voc/acc pl ἐδανά̱ , ἐδανός eatable fem nom/voc/acc dual ἐδανά̱ , ἐδανός eatable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδανόν — ἐδανός eatable masc acc sg ἐδανός eatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδανόν — ἑδανός sweet masc acc sg ἑδανός sweet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδανοῖς — ἐδανός eatable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδανῷ — ἐδανός eatable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδανοῖο — ἑδανός sweet masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδανῷ — ἑδανός sweet masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… … Dictionary of Greek
ηδανός — ἡδανός, ή, όν (Μ) τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι)*, ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek